“Η γενική αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης κύρωσης στο πεδίο του φορολογικού δικαίου”.
Η γενική αρχή της ηπιότερης φορολογικής κύρωσης, ως απορρέουσα από τις αρχές του κράτους δικαίου και της αναλογικότητας, βρίσκει συνταγματικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 25 παρ.1.
Συγχρόνως, αποτελεί γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου που απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των Κρατών Μελών, κατοχυρώνεται δε ρητά στο άρθρο 49 παρ. 1 εδ. β΄ του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.). Η αρχή ως γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου βρίσκει εφαρμογή σε υποθέσεις επιβολής φορολογικών κυρώσεων που παρουσιάζουν επαρκή σύνδεσμο με το ενωσιακό δίκαιο, όπως οι φορολογικές κυρώσεις που επιβάλλονται βάσει της νομοθεσίας για το Φ.Π.Α. και τους ειδικούς φόρους.
Η αρχή αυτή θεμελιώνεται, εξ άλλου, και στο άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), αναπτύσσει δε εφαρμογή στις φορολογικές κυρώσεις «ποινικού», σύμφωνα με τα κριτήρια της απόφασης Engel του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), χαρακτήρα, δηλαδή κατά κύριο λόγο σε προβλεπόμενα στη φορολογική νομοθεσία πρόστιμα, ιδιαιτέρως μεγάλου ύψους.
Ανεξαρτήτως πάντως της ειδικότερης θεμελίωσής της, σύμφωνα με την ανωτέρω αρχή εάν στο διάστημα από το χρόνο τέλεσής της φορολογικής παράβασης μέχρι και την εκδίκασή της υπόθεσης στον τελευταίο κατ’ ουσίαν βαθμό, μέχρι δηλαδή την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, υπάρξουν τροποποιήσεις του σχετικού νομοθετικού καθεστώτος που αφορούν την ίδια/ παρόμοια παραβατική συμπεριφορά, τότε τυγχάνει εφαρμογής το ευμενέστερο στο σύνολό του νομοθετικό καθεστώς, το οποία άγει στη συγκεκριμένη περίπτωση και ενόψει των περιστάσεων και των δεδομένων αυτής σε ευνοϊκότερο για τον φορολογούμενο αποτέλεσμα, δηλαδή σε επιβολή ελαφρύτερης κύρωσης ή και σε απαλλαγή του από την αποδιδόμενη σε αυτόν ευθύνη. Η εφαρμογής της αρχής μπορεί, τέλος, να έχει ως αποτέλεσμα η αξίωση του Δημοσίου να κριθεί παραγεγραμμένη.
Σε ορισμένες περιπτώσεις το ευμενέστερο νομικό καθεστώς μπορεί να περιλαμβάνει ειδικότερες διατάξεις με τις οποίες είτε να αποκλείεται η αναδρομική εφαρμογή του, είτε να τίθενται αυστηρές προϋποθέσεις για την αναδρομική εφαρμογή του. Οι διατάξεις αυτές, πέραν του ότι πρέπει να είναι επαρκώς δικαιολογημένες, ελέγχονται πάντως ως προς τη συμβατότητά τους με τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Τέλος, επισημαίνεται ότι η γενική αρχή της ηπιότερης φορολογικής κύρωσης δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα διοικητικά δικαστήρια αλλά πρέπει να προβάλλεται προσηκόντως, από τον προσφεύγοντα φορολογούμενο, με επίκληση κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο, των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών που οδηγούν στην επιβολή της ηπιότερης στη περίπτωσή του φορολογικής κύρωσης.